αβούρκωτος

αβούρκωτος
-η, -ο
1. χωρίς βούρκο: Ύστερα από τα έργα που έγιναν, ο τόπος ήταν αβούρκωτος.
2. αυτός που δεν είναι θολωμένος από δάκρυα: Στεκόταν θλιμμένος, αλλά με μάτια αβούρκωτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”